σύμπας

σύμπας
-ασα, -αν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμπας, -ασα, -αν, Α
1. όλος μαζί ή όλος συγχρόνως (α. «σύμπασα η κοινωνία καταδίκασε τα βίαια επεισόδια» β. «πέντ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες», Σοφ.)
2. συνολικός
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύμπαν
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. το όλον, το σύνολο, ιδίως σε αντιδιαστολή προς το μέρος
2. (το ουδ. στον εν. και στον πληθ. ως ουσ.) τὸ σύμπαν και τὰ σύμπαντα
γενικά («καὶ ἅμα σωφρονέστεροι καὶ ξύμπαντα δικαιότεροι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πας* (πρβλ. επίπας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύμπας — σύμπᾱς , σύμπας all together masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμπαντα — σύμπας all together neut nom/voc/acc pl σύμπας all together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπαντα — σύμπας all together neut nom/voc/acc pl σύμπας all together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπάντεσι — σύμπας all together masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπάντων — σύμπας all together masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμπαν — σύμπας all together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμπαντας — σύμπας all together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμπαντες — σύμπας all together masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμπαντι — σύμπας all together masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμπαντος — σύμπας all together masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”